Δείτε επίσης: τόμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τόμος οι Τόμοι
      γενική του Τόμου των Τόμων
    αιτιατική τον Τόμο τους Τόμους
     κλητική Τόμε Τόμοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τόμος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τόμος αρσενικό (θηλυκό Τόμου)

Μεταγραφές επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τόμος οἱ Τόμοι
      γενική τοῦ Τόμου τῶν Τόμων
      δοτική τῷ Τόμ τοῖς Τόμοις
    αιτιατική τὸν Τόμον τοὺς Τόμους
     κλητική ! Τόμε Τόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τόμω
γεν-δοτ τοῖν  Τόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τόμος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τόμος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία