Τυραννόσαυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Τυραννόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική Tyrannosaurus < αρχαία ελληνική τύρανν(ος) + -ό- + -σαυρος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.ɾaˈno.sa.vɾos/
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Τυραννόσαυρος αρσενικό
- (παλαιοντολογία) †ταξινομικός όρος - γένος: σαρκοβόρος δεινόσαυρος που έζησε κατά την Ύστερη Κρητιδική περίοδο (100-65 εκατ. χρόνια πριν)
Συγγενικά
επεξεργασία- Τυραννοσαυρίδες (οικογένεια)
- Τυραννόσαυρος ρεξ (είδος) Tyrannosaurus rex
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Τυραννόσαυρος