Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Τυμφρηστός
      γενική του Τυμφρηστού
    αιτιατική τον Τυμφρηστό
     κλητική Τυμφρηστέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ο Τυμφρηστός

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τυμφρηστός < ελληνιστική κοινή Τυμφρηστός < *Τυμφρηττός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiɱ.friˈstos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τυμ‐φρη‐στός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τυμφρηστός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • βουνό της Ελλάδας, μεταξύ Ευρυτανίας και Φθιώτιδας
    ※  Τα επιβλητικά βουνά του πιο ορεινού διαμερίσματος της χώρας, της Ευρυτανίας, ο Τυμφρηστός, η Καλιακούδα, η Χελιδόνα, τα Άγραφα, κρατούν ακόμη μυστική για τους πολλούς τη μαγευτική εικόνα της, την οποία συνθέτουν εντυπωσιακά τοπία, ορμητικά νερά, λίμνες, παραδοσιακοί ­ξεχασμένοι ­οικισμοί χωμένοι στα ελατοδάση, ονομαστά μοναστήρια, πετρόκτιστα γεφύρια.
    Μαστροπαύλος, Νίκος (24 Νοεμβρίου 2008), Τζιπ σαφάρι στην Ευρυτανία, Το Βήμα

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Τυμφρηστός
      γενική τοῦ Τυμφρηστοῦ
      δοτική τῷ Τυμφρηστ
    αιτιατική τὸν Τυμφρηστόν
     κλητική ! Τυμφρηστέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τυμφρηστός < *Τυμφρηττός[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τυμφρηστός αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)