Στυλιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Στυλιανός < ελληνιστική κοινή Στυλιανός < αρχαία ελληνική στῦλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτυλιανός αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Στυλιανός
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Στυλιανός | οἱ | Στυλιανοί | ||||
γενική | τοῦ | Στυλιανοῦ | τῶν | Στυλιανῶν | ||||
δοτική | τῷ | Στυλιανῷ | τοῖς | Στυλιανοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | Στυλιανόν | τοὺς | Στυλιανούς | ||||
κλητική ὦ! | Στυλιανέ | Στυλιανοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Στυλιανώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Στυλιανοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Στυλιανός < αρχαία ελληνική στῦλος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣτυλιανός αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
- ※ ☩ Στυλιανὸς δοῦλος Χ(ριστο)ῦ. (επιγραφή IG X, E 72, Άβδηρα, Θράκη, 4ος αιώνας (@inscriptions.packhum.org)