Δείτε επίσης: Στέλλα, stella, Stella
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στέλα οι Στέλες
      γενική της Στέλας
    αιτιατική τη Στέλα τις Στέλες
     κλητική Στέλα Στέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Στέλα < θηλυκό του Στέλιος (< Στυλιανός), που γράφεται με δύο λάμδα (Στέλλα), επειδή πιθανώς παρετυμολογήθηκε από το ιταλικό Stella (< λατινικά stella: αστέρι)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στέλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία