πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Στεγόσαυρος οι Στεγόσαυροι
      γενική του Στεγόσαυρου
& Στεγοσαύρου
των Στεγόσαυρων
& Στεγοσαύρων
    αιτιατική τον Στεγόσαυρο τους Στεγόσαυρους
& Στεγοσαύρους
     κλητική Στεγόσαυρε Στεγόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση Στεγόσαυρου

Ετυμολογία

επεξεργασία

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Στεγόσαυρος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία