Σπηλιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spiˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπη‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΣπηλιώτης αρσενικό (θηλυκό Σπηλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Σπηλιά ή Σπηλιές ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Σπηλιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σπηλιώτης | οι | Σπηλιώτηδες |
γενική | του | Σπηλιώτη* | των | Σπηλιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σπηλιώτη | τους | Σπηλιώτηδες |
κλητική | Σπηλιώτη | Σπηλιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σπηλιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σπηλιώτης < πατριδωνυμικό Σπηλιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπηλιώτης αρσενικό (θηλυκό Σπηλιώτη ή Σπηλιώτου)