Σπηλιωτάκης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Σπηλιωτάκης < Σπηλιώτ(ης) + -άκης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /spi.ʎoˈta.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σπη‐λιω‐τά‐κης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΣπηλιωτάκης αρσενικό (θηλυκό Σπηλιωτάκη)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Σπηλιώτης