Δείτε επίσης: σπηλιά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /spiˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπη‐λιά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Σπηλιά < γενική ενικού του αρσενικού Σπηλιάς

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

Σπηλιά θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπηλιά οι Σπηλιές
      γενική της Σπηλιάς των Σπηλιών
    αιτιατική τη Σπηλιά τις Σπηλιές
     κλητική Σπηλιά Σπηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σπηλιά < σπηλιά

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

Σπηλιά θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία