Δείτε επίσης: σπηλιά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spiˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπη‐λιά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Σπηλιά < γενική ενικού του αρσενικού Σπηλιάς

  Κύριο όνομα 1

επεξεργασία

Σπηλιά θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπηλιά οι Σπηλιές
      γενική της Σπηλιάς των Σπηλιών
    αιτιατική τη Σπηλιά τις Σπηλιές
     κλητική Σπηλιά Σπηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σπηλιά < σπηλιά

  Κύριο όνομα 2

επεξεργασία

Σπηλιά θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία