↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σπηλιώτισσα οι Σπηλιώτισσες
      γενική της Σπηλιώτισσας των Σπηλιωτισσών
    αιτιατική τη Σπηλιώτισσα τις Σπηλιώτισσες
     κλητική Σπηλιώτισσα Σπηλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Σπηλιώτισσα < Σπηλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /spiˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπη‐λιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Σπηλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σπηλιώτης