Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ροδόπολη οι Ροδοπόλεις
      γενική της Ροδόπολης* των Ροδοπόλεων
    αιτιατική τη Ροδόπολη τις Ροδοπόλεις
     κλητική Ροδόπολη Ροδοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Ροδοπόλεως
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ροδόπολη < ρόδ(ο) + -ο- + πόλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾoˈðo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρο‐δό‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ροδόπολη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  • Μπάλα (για τον οικισμό της Αττικής)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία