Ριχάρδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ριχάρδος < ελληνοποίηση του γερμανική Richard αναλόγως προς το λατινική Richardus < λατινική Ricohardus < φραγκική *Rīkahard < πρωτογερμανική *Rīkaharduz < πρωτογερμανική *rīks (βασιλιάς, αρχηγός) + πρωτογερμανική *harduz (σκληρός, γενναίος), συγγενές και το παλαιά άνω γερμανική Rīcohard
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /riˈxar.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρι‐χάρ‐δος
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ριχάρδος αρσενικό