Δείτε επίσης: Ῥῆνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρήνος οι Ρήνοι
      γενική του Ρήνου των Ρήνων
    αιτιατική τον Ρήνο τους Ρήνους
     κλητική Ρήνε Ρήνοι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ρήνος < (άμεσο δάνειο) λατινική Rhenus < κελτικής προέλευσης rēnos (ρεύμα)[1] πρωτοϊνοδευρωπαϊκής προέλευσης, όπως και η αρχαία ελληνική Ῥῆνος. Δείτε και το αγγλικό Rhine και Ῥῆνος στο en.wiktionary.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρή‐νος

  Κύριο όνομα 1

επεξεργασία

Ρήνος αρσενικό

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Ρήνος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα 2

επεξεργασία

Ρήνος αρσενικό

Μεταγραφές

επεξεργασία