Πολυνησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πολυνησία | οι | Πολυνησίες |
γενική | της | Πολυνησίας | των | Πολυνησιών |
αιτιατική | την | Πολυνησία | τις | Πολυνησίες |
κλητική | Πολυνησία | Πολυνησίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Πολυνησία < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική Polynésie < αρχαία ελληνική πολύς (πολυ-)+ νῆσ(ος) + -ία, όρος που δημιουργήθηκε το 1756 από τον Σαρλ ντε Μπρος και αρχικά αναφέρονταν σε όλα τα νησιά του βόρειου και κεντρικού Ειρηνικού
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠολυνησία θηλυκό
- μεγάλη ομάδα νησιών του Ειρηνικού