Μικρονησία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μικρονησία | οι | Μικρονησίες |
γενική | της | Μικρονησίας | των | Μικρονησιών |
αιτιατική | τη | Μικρονησία | τις | Μικρονησίες |
κλητική | Μικρονησία | Μικρονησίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜικρονησία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Μικρονησία