πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Πεντάπολη οι Πενταπόλεις
      γενική της Πεντάπολης* των Πενταπόλεων
    αιτιατική την Πεντάπολη τις Πενταπόλεις
     κλητική Πεντάπολη Πενταπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Πενταπόλεως
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Πεντάπολη < αρχαία ελληνική Πεντάπολις < πεντάπολις
(σύγχρονα τοπωνύμια) < καθαρεύουσα Πεντάπολις. Μορφολογικά αναλύεται σε πεντά- + -πολη.

Κύριο όνομα

επεξεργασία