Πενταπολίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Πενταπολίτης < Πεντάπολ(η) + -ίτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pen.da.poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πε‐ντα‐πο‐λί‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΠενταπολίτης αρσενικό (θηλυκό Πενταπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Πεντάπολη ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Πεντάπολη
Μεταφράσεις
επεξεργασία Πενταπολίτης
|