Δείτε επίσης: Πεντάπολις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πεντάπολῐς αἱ πενταπόλεις
      γενική τῆς πενταπόλεως τῶν πενταπόλεων
      δοτική τῇ πενταπόλει ταῖς πενταπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πεντάπολῐν τὰς πενταπόλεις
     κλητική ! πεντάπολῐ πενταπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πενταπόλει
γεν-δοτ τοῖν  πενταπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντάπολις < πεντά- + -πολις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεντάπολις θηλυκό