Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Παγκράτι τα Παγκράτια
      γενική του Παγκρατίου των Παγκρατίων
    αιτιατική το Παγκράτι τα Παγκράτια
     κλητική Παγκράτι Παγκράτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /paŋˈɡɾa.ti/ & /paˈɡɾa.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐γκρά‐τι
ομόηχο: Παγκράτη

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Παγκράτι : Κατά τη νεότερη, επικρατέστερη εκδοχή, από το παρωνύμιο Παγκράτης του θεού Ηρακλή, του οποίου ναός ανασκάφηκε στην περιοχή.[1] Σύμφωνα με παλαιότερη εκδοχή, από έναν μοναχό Παγκράτιο, ο οποίος ζούσε εκεί κατά την Τουρκοκρατία.[2]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παγκράτι ουδέτερο, πρώην Παγκράτιον

Εκφράσεις επεξεργασία

  • Παγκράτι-Κολιάτσου: χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει μεγάλα ταξίδια συχνά, με την έννοια ότι το έχει κάνει κάτι πολύ κοντινό και συνηθισμένο.

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Παγκράτι < παγκράτιο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Παγκράτι ουδέτερο, πρώην Παγκράτιον

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κώστας Η. Μπίρης (³2006), Αι τοπωνυμίαι της πόλεως και των περιχώρων των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού-Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, ISBN 978-960-214-445-9 (ψηφιακή ανατύπωση της πρώτης έκδοσης του 1971), σελ. 78.
  2. Λήμμα «Παγκράτι», Νέα Παγκόσμιος Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 24 (Αθήνα: Mορφωτική Εταιρία, περ. 1953), σ. 199.