Παγκρατιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paŋ.ɡɾaˈtço.tis/ & /pa.ɡɾaˈtço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐γκρα‐τι‐ώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Παγκρατιώτης < Παγκράτ(ι) + -ιώτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
Παγκρατιώτης αρσενικό (θηλυκό Παγκρατιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από το Παγκράτι
Συγγενικά επεξεργασία
- παγκρατιώτης, παγκρατιώτισσα
- παγκρατιώτικος
- → δείτε τη λέξη Παγκράτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
Παγκρατιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Παγκρατιώτης | οι | Παγκρατιώτηδες |
γενική | του | Παγκρατιώτη* | των | Παγκρατιώτηδων |
αιτιατική | τον | Παγκρατιώτη | τους | Παγκρατιώτηδες |
κλητική | Παγκρατιώτη | Παγκρατιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Παγκρατιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Παγκρατιώτης < πατριδωνυμικό Παγκρατιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Παγκρατιώτης αρσενικό (θηλυκό Παγκρατιώτη ή Παγκρατιώτου)