Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ομόνοια οι Ομόνοιες
      γενική της Ομόνοιας των Ομονοιών
    αιτιατική την Ομόνοια τις Ομόνοιες
     κλητική Ομόνοια Ομόνοιες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ομόνοια < ομόνοια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /oˈmo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐μό‐νοι‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ομόνοια θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα της ελληνικής μυθολογίας
  2. συνοικία της Αθήνας, γύρω από την ομώνυμη πλατεία
    ※ Στὸ ζαχαροπλαστεῖο στὴν Ὁμόνοια ποῦ πήγανε, ὡς ποῦ νὰ τοὺς σερβίρουνε, μὲ τόσον κόσμο ποὖχε μαζευτῇ, νύχτωσε. (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα, κεφ. Γ΄, 1911)
  3. συνοικία της Λεμεσού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία