Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Οκλαχόμα
      γενική της Οκλαχόμας
    αιτιατική την Οκλαχόμα
     κλητική Οκλαχόμα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Οκλαχόμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Oklahoma

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Οκλαχόμα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία