Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Γιούτα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Utah

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Γιούτα θηλυκό [[ακλ}} ή κλιτό

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία