Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κονέκτικατ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Connecticut

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κονέκτικατ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία