Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Νεμπράσκα
      γενική της Νεμπράσκας
    αιτιατική τη Νεμπράσκα
     κλητική Νεμπράσκα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νεμπράσκα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Nebraska

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νεμπράσκα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία