Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Αλαμπάμα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Alabama

  Κύριο όνομα Επεξεργασία

Αλαμπάμα θηλυκό άκλιτο ή και κλιτό

Δείτε επίσης Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία