Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Νεβάδα
      γενική της Νεβάδας
    αιτιατική τη Νεβάδα
     κλητική Νεβάδα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Νεβάδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Nevada

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Νεβάδα θηλυκό άκλιτο ή κλιτό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία