Δείτε επίσης: Νισαία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Νίσαια οι Νίσαιες
      γενική της Νίσαιας των Νισαιών
    αιτιατική τη Νίσαια τις Νίσαιες
     κλητική Νίσαια Νίσαιες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Νίσαια < αρχαία ελληνική Νίσαια

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈni.se.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Νί‐σαι‐α

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νίσαια θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Νίσαι
      γενική τῆς Νισαίᾱς
      δοτική τῇ Νισαί
    αιτιατική τὴν Νίσαιᾰν
     κλητική ! Νίσαι
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Νίσαια < Νίσος [1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νίσαια θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία