Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Μύρισι τα Μύρισια
      γενική του Μυρισιού των Μυρισιών
    αιτιατική το Μύρισι τα Μύρισια
     κλητική Μύρισι Μύρισια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μύρισι < αρωμουνική mirizu (τόπος ανάπαυσης κοπαδιών το μεσημέρι) ή meru (μηλιά)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.ɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μύ‐ρι‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μύρισι ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Ζαροδήμος, Γιώργος (2020). Τοπωνυμικά Ευρυτανίας: Τα οικωνύμια του Δήμου Καρπενησίου. Αθήνα: χ.ε.. σελ. 19. https://www.academia.edu/45022075/Τοπωνυμικά_Ευρυτανίας. 
  2. ΦΕΚ Α 206, 28 Σεπτεμβρίου 1927 (λήψη αρχείου PDF)