Μεσοποτάμιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Μεσοποτάμιος < μεσαιωνική ελληνική Μεσοποτάμιος < ελληνιστική κοινή Μεσοποταμία < αρχαία ελληνική μέσος + ποταμός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜεσοποτάμιος αρσενικό
- ο κάτοικος της Μεσοποταμίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις Μεσοποταμία, μέσος και ποτάμι
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μεσοποτάμιος