Μενίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μενίδι | τα | Μενίδια |
γενική | του | Μενιδίου | των | Μενιδίων |
αιτιατική | το | Μενίδι | τα | Μενίδια |
κλητική | Μενίδι | Μενίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μενίδι < πιθανόν όψιμη μεσαιωνική ελληνική Μενίδι[1] αβέβαιης ετυμολογίας ίσως από επώνυμο Μενίδης (12ος αιώνας)[2]. Κατ' άλλες απόψεις ή αλβανικής προέλευσης, ή σύνδεση με την αρχαία λέξη μαινίς[3]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈni.ði/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Με‐νί‐δι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜενίδι ουδέτερο, ('καθαρεύουσα: Μενίδιον)
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- (ειδικότερα) η παλαιότερη ονομασία του δήμου Αχαρνών στην Αττική
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Ιστορία των Αχαρνών, Δήμος Αχαρνών, ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2020
- ↑ σελ. 188 - Ανδριώτης, Νικόλαος Π. (1950). "Συμβολή στη μορφολογία των νεοελληνικών επωνύμων". Επιστημονικές Επετηρίδες Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (πλοήγηση)
- ↑ Άμαντος, Κωνσταντίνος (1964), Γλωσσικά Μελετήματα, σελ.267 @books.google