μενιδιάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.niˈðʝa.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐νι‐διά‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
μενιδιάτης αρσενικό (θηλυκό μενιδιάτισσα)
- (επιθετική λειτουργία) ο Μενιδιάτης
- οι μενιδιάτες χωρικοί, οι «Ἀχαρνῆς» του Αριστοφάνη, πουλούσαν στην αρχαία Αθήνα κάρβουνο
Συγγενικά επεξεργασία
- μενιδιάτικος
- → και δείτε τη λέξη Μενίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μενιδιάτης
|