Μαυροβούνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Μαυροβούνιος | οι | Μαυροβούνιοι |
γενική | του | Μαυροβούνιου & Μαυροβουνίου |
των | Μαυροβούνιων & Μαυροβουνίων |
αιτιατική | τον | Μαυροβούνιο | τους | Μαυροβούνιους & Μαυροβουνίους |
κλητική | Μαυροβούνιε | Μαυροβούνιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαυροβούνιος < Μαυροβούνι(ο) + -ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαυροβούνιος αρσενικό (θηλυκό Μαυροβούνια)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Μαυροβούνιο ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαυροβούνιος