montenegrano
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- montenegrano < montenegr- + -an- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | montenegrano | montenegranoj |
αιτιατική | montenegranon | montenegranojn |
montenegrano (eo)
- ο υπήκοος ή ο καταγόμενος από το Μαυροβούνιο