Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαριούπολη οι Μαριουπόλεις
      γενική της Μαριούπολης* των Μαριουπόλεων
    αιτιατική τη Μαριούπολη τις Μαριουπόλεις
     κλητική Μαριούπολη Μαριουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Μαριουπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μαριούπολη < προσαρμοσμένο δάνειο από τη ουκρανική Маріуполь (< όνομα Марія (Μαρία) + -поль < αρχαία ελληνική πόλις) Μαριούπολ + .[1] Μετονομασία της πόλης Павловск (Πάβλοφσκ) το 1779, προς τιμήν της Μαρίας Φιόντοροβνας, συζύγου του τότε διαδόχου του ρωσικού θρόνου Παύλου, του μετέπειτα τσάρου Παύλου Α΄ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. [2][3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.ɾiˈu.po.li/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μα‐ρι‐ού‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

 
Απόψεις κτιρίων της Μαριούπολης

Μαριούπολη θηλυκό

  • πόλη της Ουκρανίας στην περιφέρεια Ντονέτσκ, στις ακτές της Αζοφικής Θάλασσας, ένα από τα ιστορικά κέντρα των Ελλήνων στη χώρα
    ※  Οι ελληνικές κοινότητες είναι διάσπαρτες σε όλη την έκταση της χώρας, με κύρια περιοχή συγκέντρωσης την περιφέρεια της Μαριούπολης, όπου τα πρώτα είκοσι χωριά των μεταναστών του 18ου αιώνα έχουν διπλασιαστεί. Ελληνικές κοινότητες συναντιούνται στην Οδησσό, στα σύνορα με τη Ρουμανία, στο Χάρκοβο βορειοανατολικά και στο Λβοφ (Λβιφ στα ουκρανικά), που θεωρείται και η πατρίδα του ακραίου ουκρανικού εθνικισμού.
    Βλάσης Αγτζίδης, Οι Έλληνες της Ουκρανίας, Η Καθημερινή, 9 Φεβρουαρίου 2014

Άλλες γραφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. Mariupol, Encyclopædia Britannica (διαδικτυακή έκδ.)· πρόσβαση: 2020-06-18.
  3. "Mariupol’" - Everett-Heath, John (2020). Concise Oxford Dictionary of World Place Names [Συνοπτικό Λεξικό Παγκόσμιων Τοπωνυμίων της Οξφόρδης] (6η έκδοση). Oxford: Oxford University Press.