Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Χάρκοβο
      γενική του Χαρκόβου
Χάρκοβου
    αιτιατική το Χάρκοβο
     κλητική Χάρκοβο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χάρκοβο < αγγλική Kharkov < ρωσική Харьков < ουκρανική Харків (Xárkiv) (< ίσως: Харко́ < Харько́ < Харитон[1] < ελληνιστική κοινή Χαρίτων < αρχαία ελληνική χάρις)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxar.ko.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χάρ‐κο‐βο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χάρκοβο ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία