Χάρκοβο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Χάρκοβο | ||
γενική | του | Χαρκόβου & Χάρκοβου | ||
αιτιατική | το | Χάρκοβο | ||
κλητική | Χάρκοβο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈxar.ko.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χάρ‐κο‐βο
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Χάρκοβο ουδέτερο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
Χάρκοβο στη Βικιπαίδεια