Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λιόπεσι τα Λιόπεσια
      γενική του Λιοπεσιού των Λιοπεσιών
    αιτιατική το Λιόπεσι τα Λιόπεσια
     κλητική Λιόπεσι Λιόπεσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λιόπεσι < αρβανίτικη löpesi (βουστάσιο)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈʎo.pe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λιό‐πε‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λιόπεσι ουδέτερο

  1. προάστιο της Αθήνας, πρώην ονομασία της Παιανίας
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. βουνό της Αττικής
  4. ακτή της Άνδρου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικονυμίων, (Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, 2010)