Λιμβουργία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λιμβουργία | ||
γενική | της | Λιμβουργίας | ||
αιτιατική | τη | Λιμβουργία | ||
κλητική | Λιμβουργία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λιμβουργία < ολλανδική Limburg < μέση ολλανδική limborch < πρωτογερμανική *lindō (φλαμουριά) + *burg / *burgz (οχυρό, οχύρωση)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛιμβουργία θηλυκό