λιμβουργιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λιμβουργιανός < Λιμβουργία + -ανός
Επίθετο
επεξεργασίαλιμβουργιανός
- που έχει σχέση με τη Λιμβουργία και τους Λιμβουργιανούς ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία λιμβουργιανός
|