Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Λαγονήσι τα Λαγονήσια
      γενική του Λαγονησίου των Λαγονησίων
    αιτιατική το Λαγονήσι τα Λαγονήσια
     κλητική Λαγονήσι Λαγονήσια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαγονήσι < λαγ(ός) + -ο- + -νήσι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ɣoˈni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐γο‐νή‐σι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαγονήσι ουδέτερο

  1. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  2. ονομασία νησίδων της Ελλάδας

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία