Δείτε επίσης: λαγονησιώτισσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαγονησιώτισσα οι Λαγονησιώτισσες
      γενική της Λαγονησιώτισσας των Λαγονησιωτισσών
    αιτιατική τη Λαγονησιώτισσα τις Λαγονησιώτισσες
     κλητική Λαγονησιώτισσα Λαγονησιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Λαγονησιώτισσα < Λαγονησιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /la.ɣo.niˈsço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐γο‐νη‐σιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Λαγονησιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Λαγονησιώτης