Δείτε επίσης: καδί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κάδι τα Κάδια
      γενική του Καδίου των Καδίων
    αιτιατική το Κάδι τα Κάδια
     κλητική Κάδι Κάδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Άποψη του Καδίου

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κάδι < κάδος[1] ή καδής[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κά‐δι
ομόηχο: κάδοι

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κάδι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Καδί, Δήμος Κύμης-Αλιβερίου
  2. Πύργος Καδί, kastra.eu