Δείτε επίσης: θερσίτης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Θερσίτης οι Θερσίτες
      γενική του Θερσίτη των Θερσιτών
    αιτιατική τον Θερσίτη τους Θερσίτες
     κλητική Θερσίτη Θερσίτες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θερσίτης < αρχαία ελληνική Θερσίτης < θέρσος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θερσίτης αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός  
Θερσῑτα-
επικοί τύποι
ονομαστική Θερσίτης οἱ Θερσῖται
      γενική τοῦ Θερσίτου τοῦ/τοῖο Θερσίταο τῶν Θερσιτῶν
      δοτική τῷ Θερσίτ τοῖς Θερσίταις
    αιτιατική τὸν Θερσίτην τοὺς Θερσίτᾱς
     κλητική ! Θερσῖτ Θερσῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θερσίτ
γεν-δοτ τοῖν  Θερσίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θερσίτης < θέρσος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θερσίτης [ῑ] αρσενικό

  • ανδρικό όνομα, το ασχημότερο και αντιπαθέστερο πρόσωπο στην Ιλιάδα
    ※  Ἄλλοι μέν ῥ᾽ ἕζοντο, ἐρήτυθεν δὲ καθ᾽ ἕδρας· Θερσίτης δ᾽ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα, / ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη / μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν, / ἀλλ᾽ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν / ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε· / φολκὸς ἔην, / χωλὸς δ᾽ ἕτερον πόδα· τὼ δέ οἱ ὤμω / κυρτὼ ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε· αὐτὰρ ὕπερθε / φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη. (Όμηρος, Ιλιάδα, Β, 211-219)
    λείπει η μετάφραση