θερσίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θερσίτης | οι | θερσίτες |
γενική | του | θερσίτη | των | θερσιτών |
αιτιατική | τον | θερσίτη | τους | θερσίτες |
κλητική | θερσίτη | θερσίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θερσίτης < Θερσίτης < αρχαία ελληνική Θερσίτης < θέρσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθερσίτης αρσενικό
- (σπάνιο) άσχημος και θρασύδειλος τύπος, ζιζάνιο, σκανταλιάρης
- (ζωολογία) μέλος του είδους Θερσίτης, γαστερόποδου μαλάκιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία θερσίτης
|