σκανταλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σκανταλιάρης | η | σκανταλιάρα | το | σκανταλιάρικο |
γενική | του | σκανταλιάρη | της | σκανταλιάρας | του | σκανταλιάρικου |
αιτιατική | τον | σκανταλιάρη | τη | σκανταλιάρα | το | σκανταλιάρικο |
κλητική | σκανταλιάρη | σκανταλιάρα | σκανταλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σκανταλιάρηδες | οι | σκανταλιάρες | τα | σκανταλιάρικα |
γενική | των | σκανταλιάρηδων | — | των | σκανταλιάρικων | |
αιτιατική | τους | σκανταλιάρηδες | τις | σκανταλιάρες | τα | σκανταλιάρικα |
κλητική | σκανταλιάρηδες | σκανταλιάρες | σκανταλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασκανταλιάρης
- που κάνει σκανταλιές