Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Ζηλευτό τα Ζηλευτά
      γενική του Ζηλευτού των Ζηλευτών
    αιτιατική το Ζηλευτό τα Ζηλευτά
     κλητική Ζηλευτό Ζηλευτά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ζηλευτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζηλευτός → και δείτε τη λέξη Ζηλευτόν (καθαρεύουσα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zi.leˈfto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζη‐λευ‐τό

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζηλευτό ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία