Ζάλογγο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ζάλογγο | τα | Ζάλογγα |
γενική | του | Ζαλόγγου & Ζάλογγου |
των | Ζαλόγγων |
αιτιατική | το | Ζάλογγο | τα | Ζάλογγα |
κλητική | Ζάλογγο | Ζάλογγα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ζάλογγο < σλαβικής προέλευσης za (πίσω) + σλαβικής προέλευσης lǫgъ (άλσος, δάσος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈza.loŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζά‐λογ‐γο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζάλογγο ουδέτερο
- (χωριό) τοπωνύμιο βουνού και χωριού της Ηπείρου, βόρεια της Πρέβεζας, στην οροσειρά των Κασωπαίων
- ※ Λοιπόν, ἤσουνα στὰ Ζάλογγα, ρωτοῦσα τὴ Βαρσάμω.(Γιάννης Βλαχογιάννης, Στα Ζάλογγα, περιοδικό Νέα Ζωή; 7, 4 (1912), σελ. 194-201)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Ζάλογγο στη Βικιπαίδεια