τσαλαπετεινός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσαλαπετεινός αρσενικό
- (πτηνό), (κοινά) είδος πολύχρωμου πουλιού με λοφίο (Upupa epops),
- πουλί με λοφίο στο κεφάλι
- ο αγριοπετινός
- πουλί με μακρή ράμφος, πλούσιο φτέρωμα εντυπωσιακό λοφίο , μακριά ουρά πορτοκαλί