συναγωνισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συναγωνισμός < μεσαιωνική ελληνική συναγωνισμός < αρχαία ελληνική συναγωνίζομαι < σύν + ἀγωνίζομαι < ἀγώνιασα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.na.ɣo.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐γω‐νι‐σμός
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐α‐γω‐νι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
συναγωνισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του συναγωνίζομαι
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις συναγωνίζομαι, αγωνίζομαι και αγώνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
συναγωνισμός