στατιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στατιστικός < γαλλική statistique < γερμανική Statistik
Επίθετο επεξεργασία
στατιστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στη στατιστική
- στατιστικά στοιχεία, στατιστική ανάλυση
- (ουσιαστικοποιημένο) στατιστική
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στατιστικός